πτηνοπώλης

πτηνοπώλης
ο торговец птицами, продавец птиц

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πτηνοπώλης" в других словарях:

  • πτηνοπώλης — ο, Ν αυτός που πουλάει πτηνά, ιδίως ωδικά και εξωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + πώλης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • πτηνοπωλείο — το, Ν [πτηνοπώλης] κατάστημα πώλησης πτηνών, ιδίως ωδικών και εξωτικών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»